προχειλος

προχειλος
    πρόχειλος
    πρό-χειλος
    2
    с выпяченными губами, губастый Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προχειλος" в других словарях:

  • πρόχειλος — with prominent lips masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχειλος — η, ο / πρόχειλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει προχειλία, που τα χείλη του προεξέχουν, ο χειλάς («προχείλους καὶ πλατύρρινας γεννᾱσθαι», Στράβ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόχειλα τα προεξέχοντα σημεία τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειλος… …   Dictionary of Greek

  • προχειλότερον — πρόχειλος with prominent lips adverbial comp πρόχειλος with prominent lips masc acc comp sg πρόχειλος with prominent lips neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχειλον — πρόχειλος with prominent lips masc/fem acc sg πρόχειλος with prominent lips neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχείλους — πρόχειλος with prominent lips masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχειλα — πρόχειλος with prominent lips neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειλής — ές, Α ο πρόχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι χειλής] …   Dictionary of Greek

  • προχειλία — η, Ν [πρόχειλος] (ανθρωπολ. ιατρ.) η προβολή τών χειλιών που συνοδεύει συνήθως την παχυχειλία και τον προγναθισμό, γνώρισμα τών νεγροειδών και μερικών μογγολικών φυλών, ή παθολογική δυσμορφία σε άτομα τής λευκής φυλής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»